Τα πικάπ αποτελούν έναν από τους πιο παλιούς και κλασικούς τρόπους για να ακούσει κανείς τη μουσική του και σίγουρα τον πιο δημοφιλή για τους "μερακλήδες" του είδους. Εκτός από την ιδιαίτερη εμφάνισή τους, θεωρούνται από πολλούς και ως ο πιο απολαυστικός τρόπος να ασχοληθείς με το αγαπημένο σου hobby, αφού διακρίνονται για την ποιότητα αναπαραγωγής της μουσικής. Από πού όμως προέρχεται το πικάπ, ποιός ήταν ο εφευρέτης και ποιός ο ρόλος του στις μέρες μας; Πάμε να τα δούμε εν συντομία...
Η ιστορία
Η ιστορία του πικάπ ξεκίνησε πριν από περίπου ενάμιση αιώνα, με την γέννηση του προπάππου του, γνωστός και ως φωνογράφος, να πραγματοποιείται το 1877 από τον Τόμας Έντισον στην Αμερική. Ο Έντισον πειραματιζόταν με μία τηλεγραφική συσκευή όταν παρατήρησε πως με το πέρασμα ενός φύλλου αλουμινίου κάτω από την ακίδα του τηλεγράφου ο ήχος που δημιουργούνταν έμοιαζε με την ανθρώπινη φωνή. Έτσι, πραγματοποιήθηκε η καταγραφή και αναπαραγωγή της ανθρώπινης φωνής για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία. Βέβαια, αν και αρχικά αυτή η εφεύρεση δημιούργησε τεράστιο ενθουσιασμό, στην πορεία απογοήτευσε το κοινό λόγω της πολύ κακής ποιότητας του ήχου. To 1881 o Γκράχαμ Μπελ κατάφερε να βελτιώσει την ποιότητα του φωνογράφου καθώς επίσης έλυσε το πρόβλημα της ηχογράφησης θορύβων και μην σχετικών ήχων.
Το 1886 ο Charles Sumner Tainter κατασκεύασε το γραφόφωνο, μία μηχανή παρόμοια με τον φωνογράφο του Έντισον, στηριζόμενη στις ιδέες του Μπελ. Το χωνί που χαρακτηρίζει αυτές τις μηχανές προστέθηκε από τον Έντισον το 1888. Αυτή η κατασκευή είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία κυρίως επειδή παρείχε την δυνατότητα για ιδιωτική καταγραφή της φωνής. Όμως, η μαζική παραγωγή μουσικής παρέμενε μια δύσκολη διαδικασία καθώς οι ορχήστρες και οι τραγουδιστές έπρεπε να επαναλαμβάνουν πολλές φορές κάθε κομμάτι μπροστά σε πολλούς φωνογράφους. Το γνωστό σε όλους γραμμόφωνο αποδίδεται στον Εμίλ Μπερλίνερ ο οποίος το 1886 σκέφτηκε να αντικαταστήσει τους μέχρι τότε κυλίνδρους με μία επίπεδη πλάκα που εξελίχθηκε στο σημερινό δίσκο βινυλίου. Ο Εμίλ κινήθηκε έξυπνα, αντικαθιστώντας την ανίχνευση του βαθουλώματος στο αυλάκι με ανίχνευση των τοιχωμάτων από την βελόνα. Ο Μπερλίνερ δήλωσε τη συσκευή του για ευρεσιτεχνία και την ονόμασε γραμμόφωνο. Ο δίσκος του, αρχικά, είχε διάμετρο 12 cm και γύρναγε με 150 στροφές ανά λεπτό και το έτος 1901 κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά δίσκοι με διάμετρο 10″ ενώ τo 1904 παρουσίασε η γερμανική εταιρία Odeon τον πρώτο δίσκο διπλής όψης με διαμέτρους 25 και 30 cm και διάρκεια μέχρι 5,5 λεπτά.
Το πικάπ σήμερα
Και κάπου εδώ φτάνουμε στο πικάπ. Ύστερα από την εισαγωγή του ηλεκτρονικού ενισχυτή και την βελτίωση των ηλεκτρικών κινητήρων, το γραμμόφωνο αντικαταστάθηκε από το ηλεκτρικό γραμμόφωνο που, ενώ αρχικά ονομάστηκε ηλεκτρόφωνο, τελικά πήρε την ονομασία «pickup». Με την αξιοποίηση του ενισχυτή λυχνιών ο ήχος απέκτησε πολύ ανώτερη ποιότητα. Tα πρώτα πικάπ ήταν αυτόνομα, δηλαδή είχαν ενσωματωμένο ενισχυτή αλλά επικράτησαν ως μεμονωμένες συσκευές που συνδέονται με ενισχυτή ήχου για καλύτερη ποιότητα αναπαραγωγής.
Παρά την εμφάνιση του ψηφιακού ήχου και των σχετικών μέσων αποθήκευσης και παραγωγής ήχου συνεχίζεται ακόμα και σήμερα η παραγωγή δίσκων βινυλίου και σύγχρονων πικάπ με ενσωματωμένες θύρες USB, αφού σύμφωνα με όλους τους μουσικόφιλους η ηχητική ποιότητα που προσφέρει το πικάπ είναι πολύ ανώτερη από την ψηφιακή. Τα πικάπ και τα γραμμόφωνα αποτελούν μια τρανταχτή απόδειξη πως η τεχνολογική εξέλιξη δεν είναι πάντα ικανή να αντικαταστήσει την ποιότητα του παλιού, αποτελεί όμως σημαντικό μέσο για την βελτίωσή του. Τα πικάπ εξακολουθούν να έχουν έναν έντονο ρόλο στα μουσικά πεπραγμένα αφού πολλοί καλλιτέχνες ακόμη και στην εποχή του YouTube και των άλλων ψηφιακών μέσων επιλέγουν να δημοσιεύουν το υλικό τους σε βινύλιο. Τα πικάπ διατηρούν τη θέση τους στο σαλόνι του κάθε μουσικόφιλου που σέβεται τον εαυτό του αλλά έχουν κερδίσει μια περίοπτη θέση και στα Dj sets. Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στις κατηγορίες των πικάπ.
Belt ή Direct drive;
Τα πικάπ κατηγοροποιούνται με διάφορους τρόπους με πρώτο και σημαντικότερο τον τύπο τους. Αν είναι belt-drive δηλαδή η κίνηση του βινυλίου δίνεται από έναν ιμάντα (που είναι συνδεδέμενος με τη μηχανή του πικάπ) για να δώσει στροφές στο πλατό του πικάπ ή direct-drive δηλαδή η κίνηση δίνεται από την ενσωματωμένη μηχανή του πικάπ. Ακόμη ρόλο παίζει η ταχύτητα αναπαραγωγής (33, 45 ή 78 στροφών), ο βραχίονας που φέρουν (ίσιο ή τύπου "S") και η συνδεσιμότητα ή όχι μέσω USB. Παρακάτω σας παραθέτουμε τα θετικά και τα αρνητικά του κάθε τύπου αλλά και την πρότασή μας για το ποια επιλογή να κάνετε ανάλογα τη χρήση που θέλετε να το αξιοποιήσετε!
Belt Drive:
- Θετικά: Ο ιμάντας αποτρέπει τις δονήσεις να φτάσουν από τη μηχανή στο πλατό, εμποδίζει μεταφορά θορύβων στο βραχίονα και σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι παράγει καλύτερη ποιότητα ήχου
- Αρνητικά: Ο ιμάντας έχει μικρότερη ακρίβεια στην ταχύτητα αναπαραγωγής και αρκετή φθορά στο χρόνο
- Πρόταση: Χρήση οικιακή
Direct Drive:
- Θετικά: Προσφέρει μεγαλύτερη ακρίβεια της ταχύτητας αναπαραγωγής, το πλατό είναι λιγότερο ευάλωτο από εξωτερικές δυνάμεις ,όπως η βελόνα και το χέρι, επιταχύνει και φτάνει στην κατάλληλη ταχύτητα γρηγορότερα και σου επιτρέπει να γυρίσεις το πλατό ανάποδα για να παράγεις ειδικά εφέ
- Αρνητικά: Η περιστροφή της μηχανής μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες δονήσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα του ήχου
- Πρόταση: Χρήση επαγγελματική (Djing)